Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η … Dictionary of Greek
Μανουήλ Κορίνθιος — (15ος 16ος αι.). Λόγιος, αξιωματούχος του Οικουμενικού πατριαρχείου και συγγραφέας. Καταγόταν από την Πελοπόννησο. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1482 ως λογοθέτης του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Λίγο αργότερα προβιβάστηκε στο αξίωμα του… … Dictionary of Greek
Πανσέληνος, Μανουήλ — Βυζαντινός ζωγράφος από τη Θεσσαλονίκη που έζησε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αι. και ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ζωγράφος των μεσαιωνικών χρόνων και… … Dictionary of Greek
Γεδεών, Μανουήλ — (Κωνσταντινούπολη 1851 – Αθήνα 1943). Λόγιος, ιστοριοδίφης και μέγας χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή άρχισε να συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης.… … Dictionary of Greek
Ανδρόνου, Μανουήλ — (17ος αι.). Ιερέας και αγιογράφος από το Ναύπλιο. Ζωγράφισε τις αγιογραφίες στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα, το 1653. Μαρτυρία για το έργο αυτό αποτελεί η επιγραφή η οποία σώζεται πάνω από τη μεγάλη πύλη του νάρθηκα της μονής αυτής … Dictionary of Greek
Καλέκας, Μανουήλ — (Κωνσταντινούπολη ; – Μυτιλήνη 1410). Βυζαντινός θεολόγος και συγγραφέας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σχολαστικής θεολογίας στο Βυζάντιο. Η αντίθεσή του στον Γρηγόριο Παλαμά κατά τις ησυχαστικές έριδες, ο ζήλος του για… … Dictionary of Greek
Λαδάς, Μανουήλ — (Σητεία Κρήτης 1780 – Αθήνα 1840). Φιλικός και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την παλιά και εύπορη οικογένεια του Μαγδαληνού ή Μανταλενάκη, αλλά πολύ γρήγορα άλλαξε το επώνυμό του, για να κόψει κάθε δεσμό με τον μικρότερο αδελφό του, τον οποίο … Dictionary of Greek
Μοσχόπουλος, Μανουήλ — (1282 – 1328). Βυζαντινός λόγιος και μαθηματικός. Ανιψιός του μητροπολίτη Κρήτης Νικηφόρου Μοσχόπουλου, έδρασε την περίοδο της ηγεμονίας του αυτοκράτορα Ανδρόνικου B’ Παλαιολόγου. Η συμβολή του Μ. στην πρόοδο τόσο των κλασικών όσο και των θετικών … Dictionary of Greek
Ξανθηνός, Μανουήλ-Μάξιμος — Ιεροδιάκονος και μέγας χαρτοφύλακας της Μεγάλης Εκκλησίας. Έζησε στις αρχές του 16ου αι. Καταγόταν από την Ξάνθη και ανήκε στον έγγαμο κλήρο. Λέγεται ότι στο τέλος του βίου του έγινε μοναχός και τότε ονομάστηκε Μάξιμος. Έγραψε Έκθεσι περί… … Dictionary of Greek
Ολόβολος, Μανουήλ — (1240; – 1300;). Βυζαντινός συγγραφέας και ποιητής. Το 1261 έγινε ιδιαίτερος γραμματέας του αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου. Συμπαθούσε ωστόσο τη νόμιμη δυναστεία των Λασκάρεων και ο αυτοκράτορας, όταν το πληροφορήθηκε, διέταξε και του κόψανε… … Dictionary of Greek